αμιξία

αμιξία
ἀμιξία, η (Α) [ἄμικτος]
1. μη ανάμιξη, καθαρότητα
2. (για πρόσωπα) έλλειψη επιμιξίας ή επικοινωνίας, ακοινωνησία
3. φρ. «ἀμιξία χρημάτων», έλλειψη χρηματικών συναλλαγών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀμιξία — ἀμῑξίᾱ , ἀμιξία a being fem nom/voc/acc dual ἀμῑξίᾱ , ἀμιξία a being fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμιξίᾳ — ἀμῑξίαι , ἀμιξία a being fem nom/voc pl ἀμῑξίᾱͅ , ἀμιξία a being fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμειξίας — ἀμειξίᾱς , ἀμειξία interruption of communications fem acc pl ἀμειξίᾱς , ἀμειξία interruption of communications fem gen sg (attic doric aeolic) ἀμειξίᾱς , ἀμιξία a being fem acc pl ἀμειξίᾱς , ἀμιξία a being fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμειξίᾳ — ἀμειξίᾱͅ , ἀμειξία interruption of communications fem dat sg (attic doric aeolic) ἀμειξίαι , ἀμιξία a being fem nom/voc pl ἀμειξίᾱͅ , ἀμιξία a being fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμιξίας — ἀμῑξίᾱς , ἀμιξία a being fem acc pl ἀμῑξίᾱς , ἀμιξία a being fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμικτος — η, ο (Α ἄμικτος, ον) 1. αυτός που δεν αναμίχθηκε ή δεν μπορεί να αναμιχθεί με άλλον 2. αμιγής, καθαρός αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν επικοινωνεί με άλλους, ακοινώνητος, αγροίκος, άγριος 2. σκυθρωπός, κατηφής, κακόκεφος 3. αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

  • ἀμειξίαν — ἀμειξίᾱν , ἀμειξία interruption of communications fem acc sg (attic doric aeolic) ἀμειξίᾱν , ἀμιξία a being fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμιξίαν — ἀμῑξίᾱν , ἀμιξία a being fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμιξίης — ἀμῑξίης , ἀμιξία a being fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”